- κυανίωση
- ηχημ.1. μέθοδος που χρησιμοποιείται στην κατεργασία τών μεταλλευμάτων χρυσού και αργύρου με πολύ αραιά διαλύματα κυανιούχου καλίου ή νατρίου2. διαδικασία ανθράκωσης τών χαλύβων με εμβάπτισή τους σε λουτρό που έχει ως βάση ένα τήγμα κυανιούχου άλατος, αλλ. κυάνωση3. βιομηχανική διαδικασία που αποσκοπεί στη μετατροπή ορισμένων αποβλήτων σε κυανιούχα άλατα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cyanuration < γαλλ. cyanure < cyan- (< κύανος)].
Dictionary of Greek. 2013.